- ισικιον
- ἰσίκιοντό или ἴσικος (ῑσῐ) ὅ [лат. insicium] блюдо из рубленого мяса, предполож. колбаса Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισίκιον — ἰσίκιον, τὸ (Α) είδος τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο κρέας, από κιμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το λατ. insicium] … Dictionary of Greek
ἰσικίων — ἰσίκιον a dish of mince meat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσίκια — ἰσίκιον a dish of mince meat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσικος — ἴσικος, ὁ (Α) [ισίκιον] ισίκιον* … Dictionary of Greek
ισικιάριος — ἰσικιάριος, ὁ (Α) [ισίκιον] πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας … Dictionary of Greek
ισικιομάγειρος — ἰσικιομάγειρος, ὁ (Α) πάπ. ισικιάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσίκιον + μάγειρος] … Dictionary of Greek